νεφομετρία

νεφομετρία
η
(μετεωρ.) η μέτρηση ή η εκτίμηση τής νέφωσης, που γίνεται με προσωπική εκτίμηση και με βάση ορισμένη κλίμακα βαθμονομημένη από το 0 έως το 8.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephometrie (< νέφος + -μετρία < μέτρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεφομετρικός — ή, ό [νεφομετρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεφομετρία 2. φρ. «νεφομετρική κλίμακα» κλίμακα που χρησιμοποιείται στη νεφομετρία για τον προσδιορισμό τής νέφωσης, όταν δεν υπάρχει νεφοσκόπιο …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”